εναυσματοθέτης

εναυσματοθέτης
ο , εναυσματοσωλήν (-ήνος) ο артиллерийская (зажигательная) трубка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εναυσματοθέτης" в других словарях:

  • εναυσματοθέτης — ο 1. αυτός που τοποθετεί το έναυσμα 2. (πυροβ.) χάλκινος σωλήνας, κλεισμένος στο ένα άκρο, μέσα στον οποίο τοποθετείται το έναυσμα τής κυλινδρικής γόμωσης τορπίλλης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»